-
1 крупа
-ы θ.άλφιτο, σεμίδαλη• χόνδροι• το πληγούρι•манная крупа το σιμιγδάλι•
крупа перловая κριθάρι ξεφλουδισμένο•
гречневая крупа άλφιτο μαυροσίταρου•
ячневая крупа άλφιτο κρίθινο•
овсяная крупа άλφιτο βρώμης.
|| το κοκκορόχιονο. -
2 крупа
-
3 крупа
пищ. το άλφιτοледяная - τα ψίγματα του πάγου, το χαλάζιперловая - ο φάρος, το ξεφλουδισμένο κριθάριРусско-греческий словарь научных и технических терминов > крупа
-
4 крупа
круп||аж1. τό ἄλφιτο[ν]:манная \крупа τό σιμιγδάλι· перловая \крупа ὁ φάρος· гречневая \крупа τό μαυροσίταρο· ячневая \крупа ὁ φάρος· овсяная \крупа τό μπληγοῦρι ἀπό βρώμη·2. (снег) τό ψιλό χαλάζι. -
5 крупеник
-а α.είδος κουρκούτης (με άλφιτο, μυζήθρα και αυγά). -
6 крупка
-и θ.πληγουράκι άλφιτο. -
7 обрушить
-шу, -шишьρ.σ.μ.1. γκρεμίζω, κατακρημνίζω, καραρρίπτω, κατεδαφίζω.2. μτφ. καταφέρω, επιφέρω, επιρρίπτω, ρίχνω, χύνω•обрушить удар на врага καταφέρω χτύπημα (πλήγμα) κατά του εχθρού•
обрушить угрозы на кого εκτοξεύω απειλές κατά κάποιου•
обрушить огонь на неприятеля ρίχνω καταιγιστικά πυρά στον εχθρό•
желчь χύνω χολή (πίκρα, κακία).
3. ξεφλουδίζω, μεταβάλλω σε άλφιτο (χόνδρους).1. γκρεμίζομαι, καταρρέω, πέφτω•кровля обрушилась η στέγη κατέρρευσε•
свод -лся ο θόλος έπεσε.
2. επιπίπτω, ρίχνομαι.3. μτφ. επιτίθεμαι, πέφτω•обрушить на врага επιτίθεμαι στον εχθρό•
обрушить с угрозами на кого επιτίθεμαι με απειλές κατά κάποιου.
См. также в других словарях:
άλφιτο, το — και συνηθέστ. στον πληθ., άλφιτα χοντροκομμένο αλεύρι από κριθάρι ή στάρι (πλιγούρι) ή από οποιοδήποτε όσπριο· στους αρχαίους το ψωμί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)